ὀλολυκτόλης

ὀλολυκτόλης
ὀλολυκ-τόλης, ου, ,
A addicted to wailing, An.Ox.4.336.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ολολυκτόλης — ὀλολυκτόλης, ὁ (Α) αυτός που συνηθίζει να θρηνεί, να ολολύζει, να ολοφύρεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλολύζω + κατάλ. όλης (πρβλ. μαιν όλης, σκωπτ όλης), χωρίς όμως αντίστοιχο τ. ενεστ. σε κτ ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”